Η ΚΡΙΣΗ
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
Με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία στη χώρα
μας έχει προσλάβει τις ανησυχητικές διαστάσεις της δυνητικής χρεοκοπίας, θα
ήθελα -μέσω του κειμένου που
ακολουθεί- να συσχετίσω ιστορικά τις οικονομικές κρίσεις με τις κρίσεις των
ηθικών αξιών και του πολιτισμού, ανάγοντας αμφότερες στον ανθρώπινο χαρακτήρα.
Πιστεύω
ότι η ανθρώπινη φύση παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτη, σε πείσμα θρησκευτικών πεποιθήσεων,
νομοθετικών διατάξεων, του Διαφωτισμού και συναφών φιλοσοφικών ρευμάτων,
εκπαιδευτικών συστημάτων και άλλων συλλογικών δραστηριοτήτων, καθώς και της
μεγάλης, όντως, επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου μας.
Θα
τεκμηριώσω τις απόψεις μου παραθέτοντας αποσπάσματα αρχαίων Ελλήνων, αλλά και
νεοτέρων στοχαστών, για να φωτίσω τη φύση μας και τις επιπτώσεις της στον
πλανήτη και τους απογόνους μας.
Η λογική και το μέτρο («μέτρον άριστον») συγκρούονται από καταβολής
κόσμου με ένστικτα και πάθη. Για τους αρχαίους Έλληνες η υπέρβαση του μέτρου
συνιστούσε ‘Ύβριν’ και συνεπήγετο τη ‘Νέμεση’, δηλαδή την τιμωρία. Μήπως, δεν
είναι ποτέ αργά -ούτε για μας τους Έλληνες ούτε για τους απανταχού της γης
συνανθρώπους μας- για να ξαναβρούμε το μέτρο έγκαιρα και έτσι να διαφυλάξουμε
τα προαιώνια ηθικά, πνευματικά και υλικά επιτεύγματα, εφόδια και εφεδρείες μας;
Αλλά, ας δούμε τώρα τα πράγματα με τη σειρά.
Η πτώση του Κομμουνιστικού μπλοκ, πριν από
δύο και πλέον δεκαετίες, χαιρετίστηκε τις πρώτες μέρες με αισιοδοξία απ’ τις
μεγάλες μάζες που συνθλίβονταν σε συνθήκες καταπίεσης και φτώχειας. Ωστόσο,
ακολούθησε κύμα έξαρσης εθνικισμών, με αποσχίσεις κρατικών
οντοτήτων, καθώς και φονταμενταλισμών, με μισαλλοδοξία και βία
-φαινόμενα που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Παράλληλα, αναπτύχθηκαν αυθαιρεσίες και
κερδοσκοπίες στο νεοφιλελευθερισμό και τις διεθνείς αγορές, που
κυριαρχούν ήδη στον ταραγμένο πλανήτη μας -με τη συμμαχία ενίοτε κυκλωμάτων
εθνικιστικών και φονταμενταλιστικών. Οι διεθνείς αυτές αγορές και τα
συμπαρομαρτούντα ιδρύματα και Οίκοι Αξιολόγησης χειραγωγούν στην
κυριολεξία κράτη, κυβερνήσεις, πολιτικούς, κόμματα, μίντια, επιχειρήσεις,
οργανισμούς και λοιπούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Μεμονωμένες
είναι οι φωνές ατόμων και συλλογικών φορέων, που επιχειρούν να αντισταθούν,
αρθρώνοντας εναλλακτικό πολιτικό λόγο και προβάλλοντας προτάσεις διαμαρτυρίας.
Ο
νέος τύπος πολίτη, που διαμορφώνεται λίγο-πολύ παντού, έχει καταστεί όργανο
υπερκαταναλωτικής βουλιμίας, όπως αυτή προβάλλεται από τα Μ.Μ.Ε., με
τον πακτωλό των διαφημίσεων για τα νέα πρότυπα που μας λανσάρουν ανελέητα,
δημιουργώντας, έτσι, καταναλωτές και ζήτηση, με ένα τίμημα απίστευτα
πολυδάπανο. Οι εισαγωγές πολυτελών προϊόντων, άχρηστων ως επί το πλείστον,
δίνουν και παίρνουν. Η Λερναία Ύδρα των προκατασκευασμένων ‘αναγκών’
αμβλύνει τη θέληση του ανθρώπου και τη στοιχειώδη ικανότητα αντίστασής του σε
πακεταρισμένες, ματαιόδοξες ‘επιθυμίες’, που ενώ είναι από τη φύση τους
αδιέξοδες, πολλαπλασιάζουν, ωστόσο, τα έξοδα απόκτησής τους, και συνακόλουθα
τον φαύλο κύκλο καταναλωτικών και λοιπών δανείων, ελλειμμάτων -οικονομικών και
ηθικών- και χρεών στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το δημόσιο. Το χάσμα των
τάξεων διευρύνεται παντού ανησυχητικά, ενώ η ύφεση κρούει τον κώδωνα του
κινδύνου, φέρνοντας λιτότητα, ανεργία και βία!
Στις
αναπτυσσόμενες B.R.I.C. (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα), ήδη, διαφαίνονται τα πρώτα σημεία κάμψης των
εξαγωγών τους και του ρυθμού ανάπτυξης, ενώ στην, πάλαι-ποτέ, κραταιά Ευρώπη,
οι P.I.G.S. (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) μαστίζονται από μια πρωτόγνωρη ύφεση, που ολοένα
αυξάνεται και βαθαίνει.
Σ’
εμάς εδώ, στην Ελλάδα, η χρεωκοπία (που στο παρελθόν γνωρίσαμε επί Καποδίστρια,
Όθωνα, Τρικούπη, Βενιζέλου και Μεταξά) φαίνεται να βρίσκεται προ των πυλών, ενώ, Μνημόνια, Προγράμματα,
Μεταρρυθμίσεις, Δανειακές Συμβάσεις, Τρόικες, έκτακτες κυβερνήσεις και εκλογές,
επιχειρούν να την αντιμετωπίσουν ή να την μεταθέσουν και να αμβλύνουν τις
επιπτώσεις της, μέσα από πειραματισμούς και τεχνάσματα.
Ανασκοπώντας
τη σημερινή κρίση στον κόσμο, θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά σε ορισμένα
μόνο σημεία της, τα οποία είναι σε όλους
γνώριμα, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη μας.
Σήμερα, οι ελάχιστοι τυχεροί που κερδίζουν ισχυρίζονται πως η ζωή είναι λαχείο. Ωστόσο, όλοι
σχεδόν χάνουν: οι εργαζόμενοι τις δουλειές τους, οι αγρότες τη γη τους, τα
παιδιά την παιδική τους ηλικία, οι νέοι την επιθυμία να πιστεύουν, οι
ηλικιωμένοι τη σύνταξή τους και οι λέξεις το αρχικό τους νόημα:
·
Η option -επιθυμία επιλογής- κατέληξε δικαίωμα αγοράς.
·
Το
μυστηριώδες μέλλον μετατράπηκε σε συμβόλαιο.
·
Οι αγορές,
άλλοτε πολύβουες πλατείες, έγιναν τώρα μηχανισμοί σε οθόνες υπολογιστών.
·
Το offshore, από χώρος αγκυροβόλησης πλοίων και αλιείας,
στεγάζει ωκεανούς αφορολόγητου πλούτου εταιριών και μεγιστάνων.
·
Τα
πλυντήρια, ξεπλένουν στις μέρες μας βρώμικο χρήμα,
·
ενώ το lifting, μας εξαπατά, πως κάποια χέρια μαγικά θα μας δώσουν
την αιώνια νεότητα!
·
Δεν
υπάρχει πια βροχή, παρά μόνον όξινη.
·
Δεν
υπάρχουν πια πάρκα, παρά μόνο parking.
·
Δεν
υπάρχουν πια κοινωνίες, παρά μόνον Ανώνυμες Εταιρίες.
·
Δεν
υπάρχουν πια πολίτες, παρά μόνο καταναλωτές.
·
Δεν υπάρχουν πια πόλεις, παρά μόνο πολεοδομικές
περιοχές και γκέτο.
·
Δεν
υπάρχουν πια άνθρωποι, παρά μόνο κοινό.
·
Δεν
υπάρχουν πια οράματα, παρά μόνο τηλεοράσεις!
Ωστόσο,
η οικονομική κρίση που μας μαστίζει και την οποία
σκιαγραφήσαμε με κάποιες αδρές πινελιές μόνο, δεν είναι παρά επιφαινόμενο
της κατάρρευσης των αξιών και του πολιτισμού, των εφοδίων με τα οποία το είδος
μας πορεύτηκε μέχρις εδώ.
Οι καθημερινοί αγώνες για τον άρτον ημών τον επιούσιον, τη
λευτεριά μας από δυνάστες και τυράννους πάσης φύσεως και την εξασφάλιση,
στοιχειωδώς έστω, δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας, έχουν διαμορφώσει τη μακρά
ιστορία μας αλλά και τα ανθεκτικά γονίδιά μας.
Συνεπώς,
αυτό που προέχει, είναι να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας στο
πρόταγμα των ηθικών αξιών και των οραμάτων, που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, τη
συμπεριφορά και τη νοοτροπία μας.
Τις παρακαταθήκες αυτές πρέπει να τις διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού,
για να κατορθώσουμε να επιβιώσουμε ως λαός και να υπερβούμε τόσο τις πανάρχαιες
διχόνοιες όσο και τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις -εγχώριες ή εισαγόμενες-
που μας ταλανίζουν και που εφεξής φαίνονται αναπόφευκτες.
Θα
αναφερθώ, τώρα, σε κάποια κυρίαρχα θέματα της καθημερινότητάς μας:
Ας
ξεκινήσουμε από μηδενική βάση, στην προσπάθειά μας να αξιολογήσουμε το
περιβάλλον και τις συνθήκες, μέσα στις οποίες ζούμε. Πόσο οι πόλεις μας
ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας και μας καλύπτουν με τις υποδομές και τις
υπηρεσίες τους; Πόσο κατάλληλα και επαρκώς είναι σχεδιασμένος ο πολεοδομικός
ιστός που μας περιβάλλει; Αλλά, εξετάζοντας και την άλλη όψη του
νομίσματος, οι αποφάσεις του Δήμου ή των Δημοτικών Διαμερισμάτων μας, που μας
αφορούν άμεσα, λαμβάνονται, άραγε, ερήμην μας, ή, μήπως, με τη συμμετοχή μας,
ως ενεργών δημοτών;
Ένα
από τα μείζονα αυτά θέματα είναι το γίγνεσθαι της αστικής δόμησης.
Σημείο των καιρών, η μεγιστοποίηση του κέρδους έχει διαμορφώσει στρεβλές
συνθήκες δόμησης με καλύψεις και συντελεστές, που αντικατοπτρίζονται σε μεγίστη
πυκνότητα πανύψηλων κτιριακών συγκροτημάτων, εις βάρος χώρων πρασίνου,
αναψυχής, άθλησης κ.λπ.
Σήμερα,
λοιπόν, οι πολυτελείς ουρανοξύστες, με σκελετό από χάλυβα και υαλότουβλα, καθώς
και τα αχανή εμπορικά κέντρα, που έχουν κατακλύσει την πρωτεύουσά μας αλλά και
σύνολο των μητροπόλεων του πλανήτη, είναι κάποτε έργα βιτρίνας και
εντυπωσιασμού για τα πλήθη που συρρέουν και τα πολιορκούν κατά στίφη, προκείμενου να νιώσουν την
ψευδαίσθηση του αμύθητου πλούτου, έστω και με μια φευγαλέα, συμβολική αγορά…Και
όμως, είναι πάντα καλύτερα, να κατοικούν μεγάλες ψυχές σε σπίτια μικρά,
παρά να φωλιάζουν ποταπά ανδράποδα σε μέγαρα πολυτελή
, έρμαια των περιστάσεων, στις οποίες είναι εθισμένα από καιρό. Η λήθη
απαλείφει κάθε προοπτική! Άλλωστε, οι στυλοβάτες του στρεβλού αυτού παγκόσμιου
μοντέλου ανάπτυξης, ίσως λησμονούν ότι ο πλούτος της φύσης είναι
περιορισμένος, ενώ ο πλούτος που αναζητά η ανθρώπινη ματαιοδοξία τους δεν έχει
όρια!
Έτσι, πρέπει να οργίζεται κάποιος περισσότερο
εναντίον των πλουσίων που αδικοπραγούν παρά εναντίον των φτωχών. Γιατί…οι
πλούσιοι δεν έχουν καμιά δικαιολογία, αφού αδικούν από αισχροκέρδεια,
πλεονεξία, αλαζονεία, και για να δείξουν πως οι ενώσεις τους είναι ανώτερες απ’
τους νόμους.
Φαίνεται,
λοιπόν, πως οι κρατούντες -τόσο σήμερα όσο και παλαιότερα- λησμονούν ή
αδιαφορούν για το γεγονός ότι μόνο σε μια πολιτεία που δεν αφθονεί ούτε
πλούτος ούτε φτώχεια, αναπτύσσονται οι ευγενέστεροι χαρακτήρες, αφού εκεί
σπανίζουν η αλαζονεία, η αδικία, οι ζηλοτυπίες και οι φθόνοι.
Πράγματι, το να κατέχει κανείς τα αγαθά με μέτρο είναι ό,τι καλύτερο και
η μεσαία τάξη, που σήμερα τείνει να αφανιστεί, εύκολα πειθαρχεί
στη λογική. Αντίθετα, οι πολύ ισχυροί και πλούσιοι και οι αντίθετοι απ’ αυτούς,
οι υπερβολικά στερημένοι και ταπεινής καταγωγής δύσκολα υποτάσσονται στη
λογική. Οι πλούσιοι γίνονται βίαιοι και ανήθικοι, ενώ οι φτωχοί, μικροαπατεώνες
και ευτελείς…Οι πρώτοι ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν ποτέ να πειθαρχούν, ενώ οι
δεύτεροι είναι αναξιοπρεπείς και υπακούουν
στην απολυταρχική εξουσία σαν δούλοι.
Οι πλούσιοι, ωστόσο, δεν πειθαρχούν σε καμιά εξουσία,
αφού οι ίδιοι εξουσιάζουν και μάλιστα κυβερνούν απολυταρχικά. Σε μια τέτοια
πόλη, οι φτωχοί
φθονούν, ενώ οι πλούσιοι τους περιφρονούν: συναισθήματα που δεν συνάδουν με τις
αναγκαίες φιλικές σχέσεις μιας κοινότητας ανθρώπων!
Εξάλλου,
ένας πολιτικός που αγαπάει την πολιτεία, αλλά αδυνατεί να αντισταθεί
στον πειρασμό του κέρδους, θα ήταν ικανός να ξεπουλήσει τα πάντα!
Πράγματι,
τόσο η φτώχεια, που προέρχεται απ’ την ανάγκη και κάνει τον άνθρωπο
τολμηρό, όσο και τα πλούτη και η εξουσία, που τον κάνουν αυθάδη, αλαζόνα και
πλεονέκτη…εξωθούν τους ανθρώπους στους κινδύνους…Έτσι, επέρχονται βαριές
συμφορές στα κράτη, από τις εσωτερικές τους διενέξεις και επαναστάσεις, οι
οποίες, βέβαια, ανέκαθεν γίνονταν και θα συνεχίσουν να γίνονται στον αιώνα τον
άπαντα, μιας και η φύση του ανθρώπου θα παραμένει πάντα η ίδια!
Μολαταύτα,
στοχαστές του Διαφωτισμού και άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων πρέσβευαν ότι ο
άνθρωπος, αντίθετα, συνεχώς τελειοποιείται και γίνεται ηθικότερος, δικαιότερος
και αγνότερος. Μορφές όπως οι: Βολταίρος, Καντ, Κοντορσέ, Χέρντερ,
Σαιν-Σιμόν, Χέγκελ, Κοντ, Σπένσερ, κ.α., πίστευαν πως το
είδος μας υπόκειται σε ένα αδιάλειπτο γίγνεσθαι εξανθρωπισμού, μέσα από τις
κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Ο Χέγκελ
διέβλεπε την παντελή κατάργηση της δουλείας, ενώπιον της παγκοσμιότητας της
ελευθερίας του Πνεύματος και της απελευθέρωσης των παθών -οραματιστής μιας
διαβίωσης με αγάπη, χωρίς μίση, εγωισμούς και συμφέροντα. Ο Καντ είχε, ήδη, προβλέψει τη μετάβαση από την αναρχία,
την τυραννία και την καταπίεση, στη νομιμότητα, τη δημοκρατία, την ελευθερία
και την ειρήνη. Προέβλεψε, βέβαια, σωστά πως η νομιμότητα δεν συνάδει πάντα με την ηθική! Ο Βολταίρος
ήταν ανάμεσα στους πρώτους που πίστευαν ότι η πρόοδος και η ευημερία της
τεχνολογίας θα μας απελευθέρωνε από φανατισμούς και πάθη.
Με την πάροδο του
χρόνου, ωστόσο, και τα σκληρά βιώματα πολέμων και ανεργίας, μεταγενέστεροι
στοχαστές, όπως ο Κίρκεγκορντ, ο Ράσελ, ο Τόϋμπη, ο Χάίντεγκερ, ο
Χορκχάϊμερ, ο Μαλρώ, ο Σαρτρ, κ.α., βρέθηκαν
στον αντίποδα των απόψεων του Βολταίρου, διαπιστώνοντας με απαισιοδοξία τους
ολέθριους κινδύνους από την κακή χρήση της τεχνολογίας.
Και όμως, ο άνθρωπος δεν άλλαξε, ούτε ποτέ θ’ αλλάξει
χαρακτήρα και συμπεριφορά. Σε πείσμα της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της
νομοθεσίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας, θα παραμείνει εσαεί κεφάλι
αγύριστο, παρακινούμενο από ένστικτα και πάθη. Οι κοινωνίες των ανθρώπων θα
διέπονται όχι από ισότητα, αλλά από ψυχοπνευματική ανισότητα, πρόξενο παντός καλού
ή κακού.
Η στάση μας απέναντι
στην τεχνολογία είναι, όντως, περίεργη και αντιφατική. Ενώ την κατακρίνουμε για
το κατάντημά μας, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποκτήσουμε κάθε επίτευγμά της.
Διατυμπανίζουμε ότι η τεχνολογία μας χάλασε. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μας
φτιάξει; Είναι οι άνθρωποι που φτιάχνουν την τεχνολογία και ουδέποτε το
αντίστροφο.
Ο ιατροφιλόσοφος Ανδρέας Καπογιαννόπουλος στοχάζεται το
μέλλον μας με ακραία
απαισιοδοξία: Σήμερα, ενώ η τεχνολογία φτερουγίζει, η αρετή έχει αποτελματωθεί. Ο
homo technicus, λυτρωμένος απ’
τη βαρύτητα, πετάει στους αιθέρες…Ο
homo sapiens παραμένει καθηλωμένος στο χώμα
και τον βούρκο, αφού τα άγρια ένστικτα και τα πάθη του δεν τον αφήνουν να
υψωθεί. Ενώ τα πάθη μας -αμετάβλητα, αδιόρθωτα και κτηνώδη- βρίσκονται στο
μηδέν, το μυαλό μας καλπάζει προς το άπειρο…Καταντήσαμε, έτσι, τέρατα
ασυμμετρίας και ασχήμιας. Η
ομορφιά των ανθρώπων υπάρχει μόνο στα άψυχα αγάλματα, ύστατα υπολείμματα ενός
ενδόξου παρελθόντος!
Η ανθρωπότητα, λοιπόν, αναλλοίωτη σε ένστικτα και πάθη,
από τα χρόνια τα πανάρχαια, βρίθει -όπως είδαμε- βίας και επαναστάσεων. Αιτία
των επαναστάσεων αυτών είναι η ακόρεστη δίψα για δύναμη, από απληστία και
φιλοδοξία, που ωθεί στην κομματική διαμάχη, με την οποία οι άνθρωποι κερδίζουν
πλεονεκτήματα για τον εαυτό τους, πολεμώντας για να υπερισχύσουν αλλήλων και
τολμώντας τα φοβερότερα των πραγμάτων για εκδίκηση των αντιπάλων τους… με τις
πιο άγριες πράξεις…Έτσι, διαπράχτηκαν κάθε λογής διεστραμμένα εγκλήματα ανάμεσα
στους Έλληνες…κάθε έννοια ηθικής έγινε καταγέλαστη και αφανίστηκε, από τις
οξύτατες κομματικές αντιθέσεις…χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης
. Πράγματι, δεν υπάρχει
θηρίο πιο άγριο απ’ τον άνθρωπο, όταν αυτός κυριευθεί απ’ το πάθος της
εξουσίας.
Έτσι, λοιπόν, οι
κρατούντες δεν πρέπει να ξεπερνάνε τα όρια της εξουσίας που τους δόθηκε…ούτε να
ταπεινώνουν ποτέ την πατρίδα ολότελα…όπως κάνουν μερικοί που -βάζοντας υπό την
κρίση των κυρίαρχων και τα μικρά και τα μεγάλα θέματα αδιακρίτως- την
κατευτελίζουν και την καθιστούν υπόδουλη, στερώντας της κάθε ίχνος
αυτοδιοίκησης, και αφαιρώντας της κάθε πολιτικό κύρος
στη διεθνή πολιτική σκηνή!
Υπό τις συνθήκες αυτές, αντίξοες και κρίσιμες όσο ποτέ
άλλοτε, η ευθύνη περνάει
στον κάθε πολίτη ανεξαιρέτως, που κυριολεκτικά κρατάει την τύχη στα χέρια του.
Και, όπως βροντοφωνάζει ο ποιητής:
«Όταν αλύπητη,
βαριά, πλακώνει η ανάγκη που προστάζει,
ανάξιος είναι
όποιος διστάζει»!
Στάθης Καπογιαννόπουλος
Πολιτικός Μηχανικός, Συγγραφέας
Αθήνα, 05.03.2012
Αποσπάσματα από διάφορα έργα του Ουρουγουανού συγγραφέα και δημοσιογράφου
Εντουάρντο
Γκαλεάνο (1940-), ειλημμένα από τα
Ψήγματα γνώσης και σοφίας, του
Σωτήρη Χατζηγάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2004, Σελ. 223.